ἐμβρυουλκία

ἐμβρυουλκία
ἐμβρῠουλκ-ία, ,
A extraction of the foetus, Id.1.68 (pl.), Archig. ap. Aët.16.91, Gal.19.107.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐμβρυουλκία — ἐμβρυουλκίᾱ , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem nom/voc/acc dual ἐμβρυουλκίᾱ , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυουλκία — η (AM ἐμβρυουλκία) η επέμβαση κατά τον τοκετό κατά την οποία εξάγεται το έμβρυο με τη χρησιμοποίηση εμβρυουλκού …   Dictionary of Greek

  • εμβρυουλκία — η η χρησιμοποίηση του εμβρυουλκού (βλ. λ.) σε περίπτωση δύσκολου τοκετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβρυουλκίας — ἐμβρυουλκίᾱς , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem acc pl ἐμβρυουλκίᾱς , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυουλκίαν — ἐμβρυουλκίᾱν , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυουλκίαις — ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”